αυλαία

αυλαία
Στο θέατρο, παραπέτασμα που χωρίζει την αίθουσα από τη σκηνή. Τοποθετημένη αμέσως μετά το πλαίσιο της σκηνής, είναι φτιαγμένη κατά κανόνα από βελούδο, με μια πλατιά κροσσωτή ταινία στο κάτω μέρος· κάποτε είναι διακοσμημένη στο επάνω μέρος με ένα παραπέτασμα πολύ πιο κοντό (περίπου στο 1/5) στο ίδιο χρώμα και ύφασμα με την α., που ονομάζεται συνήθως μανδύας του αρλεκίνου. Η α. υπήρχε σε όλες τις εποχές· οι αρχαίοι Έλληνες τη χρησιμοποιούσαν ήδη: εκείνη την εποχή η α. κατέβαινε σε ένα άνοιγμα ανάμεσα στη σκηνή και την ορχήστρα ή χωρισμένη στα δύο διπλωνόταν στα πλάγια της σκηνής. Περιορισμένων διαστάσεων και όμοια με μια μικρή κουρτίνα στον Μεσαίωνα, άρχισε να χρησιμοποιείται στον 16ο-17o αι. όχι μόνο για πρακτικές ανάγκες, αλλά και για σκοπούς ψυχολογικής υποβολής. Από τον 18o αι. και ύστερα, οι τύποι α. που χρησιμοποιούσαν στα ευρωπαϊκά θέατρα είναι εκείνοι που έχουμε λίγο πολύ και στη σύγχρονη εποχή: η βενετσιάνικη α. (ένα μόνο ύφασμα που υψώνεται πτυχούμενο σε συμμετρικές πτυχές), σε σχέδιο κουρτίνας (που χωρίζεται στα δύο, μαζεύεται διαγωνίως και αποτελεί στολισμό της σκηνής). Άλλοι τύποι είναι: η χειριστική α., τοποθετημένη πιο μέσα από την κύρια α., η οποία χρησιμοποιήθηκε τον 19ο αι. και στις αρχές του 20ού για την αλλαγή σκηνικών· στην αρχή με ζωγραφικές παραστάσεις, αργότερα παίζοντας τον ρόλο διαφημιστικών πανό. Στο κέντρο είχε μια θυρίδα, από την οποία έβγαιναν οι ηθοποιοί για να ψυχαγωγήσουν το κοινό ή να το ευχαριστήσουν. Έχει αντικατασταθεί από τη μικρή α., που χρησιμοποιείται κυρίως στην επιθεώρηση: αποτελείται από ένα μόνο κομμάτι ύφασμα, ζωγραφισμένο με θέματα σχετικά με το παιζόμενο έργο. Υπάρχει ακόμα, από τις αρχές του 19ου αι., η λεγόμενη α. ασφαλείας, υποχρεωτική από τον νόμο, από άφλεκτο υλικό, η οποία σε περίπτωση πυρκαγιάς απομονώνει τη σκηνή από την αίθουσα για την προφύλαξη των θεατών. Οι αυλαίες των θεάτρων είναι συχνά διακοσμημένες, όπως αυτή, ενός θεάτρου του Σπολέτο της Ιταλίας.
* * *
η (AM αὐλαία)
1. παραπέτασμα, κουρτίνα
2. το παραπέτασμα που κλείνει τη σκηνή του θεάτρου
3. φρ. «ανοίγει...» ή «υψώνεται η αυλαία» — αρχίζει η παράσταση
β) «κλείνει...» ή «πέφτει η αυλαία» — τελειώνει η παράσταση ή το δράμα (κυριολεκτικά και μεταφορικά)
μσν.
η σκηνή
αρχ.
1. χαλί
2. δίχτυ για πουλιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αὐλαία — αὐλαίᾱ , αὔλειος of fem nom/voc/acc dual αὐλαίᾱ , αὔλειος of fem nom/voc sg (attic doric aeolic) αὐλαίᾱ , αὐλαία curtain fem nom/voc/acc dual αὐλαίᾱ , αὐλαία curtain fem nom/voc sg (attic doric aeolic) αὐλαίᾱ , αὐλαῖος doorkeeper fem… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλαίᾳ — αὐλαίᾱͅ , αὔλειος of fem dat sg (attic doric aeolic) αὐλαίᾱͅ , αὐλαία curtain fem dat sg (attic doric aeolic) αὐλαίᾱͅ , αὐλαῖος doorkeeper fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αυλαία — η παραπέτασμα που χωρίζει τη σκηνή του θεάτρου από το προορισμένο για τους θεατές τμήμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αὔλαια — αὔλειος of neut nom/voc/acc pl αὐλαῖος doorkeeper neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλαίας — αὐλαίᾱς , αὔλειος of fem acc pl αὐλαίᾱς , αὔλειος of fem gen sg (attic doric aeolic) αὐλαίᾱς , αὐλαία curtain fem acc pl αὐλαίᾱς , αὐλαία curtain fem gen sg (attic doric aeolic) αὐλαίᾱς , αὐλαῖος doorkeeper fem acc pl αὐλαίᾱς , αὐλαῖος… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλαίαν — αὐλαίᾱν , αὔλειος of fem acc sg (attic doric aeolic) αὐλαίᾱν , αὐλαία curtain fem acc sg (attic doric aeolic) αὐλαίᾱν , αὐλαῖος doorkeeper fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αὐλαιῶν — αὐλαία curtain fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπεταννύω — (Α καταπετάννυμι και καταπεταννύω) αφήνω κάτι να πέσει, να απλωθεί από πάνω προς τα κάτω, να απλωθεί πάνω σε κάτι, ξεδιπλώνω, ανοίγω πάνω σε κάτι (α. «κατὰ λῑτα πετάσσας» αφού άπλωσε από πάνω ένα λινό πανί, Ομ. Ιλ. β. «κατὰ μὲν ἱστία πετάσατε»… …   Dictionary of Greek

  • Кавадиа, Тассо — Тассо Кавадиа Тассо Кавадиа (греч. Τασσώ Καββαδία) (10 января 1921 года, Патри  18 декабря 2010 года, Афины)  греческая актриса театра и кино …   Википедия

  • προσκήνιο — το / προσκήνιον, ΝΑ, και δωρ. τ. προσκάνιον Α (στο αρχ. θέατρο) το πρόσθιο μέρος τού θεάτρου όπου δρούσαν οι ηθοποιοί, το λογεῑον* νεοελλ. 1. το πρόσθιο τμήμα τής σκηνής θεάτρου ή το μέρος που βρίσκεται ανάμεσα στην αυλαία και την ορχήστρα 3. μτφ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”